Αρχή / Βιβλιογραφική Ενημέρωση / Αμφιβληστροειδοπάθεια κατά τα πρώτα 5 έτη από τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και επακόλουθος κίνδυνος προχωρημένης αμφιβληστροειδοπάθειας

Αμφιβληστροειδοπάθεια κατά τα πρώτα 5 έτη από τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και επακόλουθος κίνδυνος προχωρημένης αμφιβληστροειδοπάθειας

Malone JI, Gao X, Lorenzi GM, Raskin P, White NH, Hainsworth DP, Das A, Tamborlane W, Wallia A, Aiello LP, Bebu I; Diabetes Control and Complications Trial (DCCT)-Epidemiology of Diabetes Interventions and Complications (EDIC) Research Group. Retinopathy During the First 5 Years of Type 1 Diabetes and Subsequent Risk of Advanced Retinopathy. Diabetes Care. 2023 Apr 1;46(4):680-686. doi: 10.2337/dc22-1711. PMID: 36511796.

 

Οι κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν ετήσιο έλεγχο για την ύπαρξη αμφιβληστροειδοπάθειας στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ΣΔΤ1) μετά από τα πρώτα πέντε έτη από τη διάγνωση του διαβήτη. Σε μία ανάλυση των μελετών DCCT/EDIC που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetes Care τον Απρίλιο του 2023 εξετάστηκε εάν τα άτομα με ΣΔΤ1 που αναπτύσσουν οποιοδήποτε βαθμού αμφιβληστροειδοπάθεια στα πρώτα 5 έτη από τη διάγνωση του διαβήτη έχουν αυξημένο κίνδυνο για περαιτέρω εξέλιξη της αμφιβληστροειδοπάθειας ή για εμφάνιση παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας, κλινικά σημαντικής ωχροπάθειας, φωτοπηξίας με λέιζερ ή θεραπείας με ενδοφθάλμια ένεση anti-VEGF.

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αξιολογήθηκε προοπτικά χρησιμοποιώντας τυποποιημένη φωτογραφία βυθού επτά πεδίων. Η εξέταση βυθού πραγματοποιούνταν κάθε 6 μήνες στη μελέτη DCCT και κάθε 4 χρόνια στη μελέτη EDIC. Η πρώιμη έναρξη διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας ορίστηκε ως η ύπαρξη αμφιβληστροειδοπάθειας εντός των 5 πρώτων ετών από τη διάγνωση του ΣΔΤ1.  Η μέση διάρκεια παρακολούθησης ήταν 6.5 χρόνια στη μελέτη DCCT και >25 έτη στη μελέτη EDIC.

Στην ανάλυση συμμετείχαν 853 άτομα με ΣΔΤ1 που είχαν διάρκεια διαβήτη <5 έτη κατά τη διάρκεια της τυχαιοποίησης στη μελέτη DCCT. Συνολικά 484 (56,7%) άτομα είχαν πρώιμη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Στα μη προσαρμοσμένα μοντέλα, τα άτομα με πρώιμη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είχαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας [ΗR (95% CI): 1,51 (1,12-2,02), P = 0,006], κλινικά σημαντικής ωχροπάθειας [HR (95% CI): 1,44 (1,10-1,8), P = 0,008] και πραγματοποίησης φωτοπηξίας με λέιζερ [HR (95% CI): 1,48 (1,12-1,96), P = 0,006] σε σύγκριση με άτομα χωρίς πρώιμη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Αυτές οι συσχετίσεις παρέμειναν σημαντικές όταν έγινε προσαρμογή ως προς τη HbA1c.  Ωστόσο μόνο η συσχέτιση με την παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια παρέμεινε σημαντική έπειτα από προσαρμογή ως προς την ηλικία, τη διάρκεια του διαβήτη, τη HbA1c, το φύλο, τη συστολική/διαστολική αρτηριακή πίεση, τις σφύξεις, τη χρήση αΜΕΑ, τον ρυθμό απέκκρισης λευκωματίνης και την εκτιμώμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης [HR (95% CI): 1,47 (1,04-2,06], P = 0,028].

Συμπερασματικά, τα άτομα με ΣΔΤ1 που αναπτύσσουν αμφιβληστροειδοπάθεια στα πρώτα 5 έτη από τη διάγνωση του διαβήτη μπορεί να έχουν υψηλότερο κίνδυνο μακροπρόθεσμης εμφάνισης προχωρημένης αμφιβληστροειδοπάθειας, ιδιαίτερα παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Ο εντοπισμός της πρώιμης διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας μπορεί να επηρεάσει την πρόγνωση και να βοηθήσει στην καθοδήγηση της θεραπευτικής διαχείρισης στα άτομα με ΣΔΤ1.

 

 

Επιμέλεια: Αναστάσιος Τεντολούρης

Top