Αρχή / Βιβλιογραφική Ενημέρωση / Αναστολείς των συμμεταφορέων γλυκόζης και νατρίου τύπου 2 (SGLT2) και κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ουροδόχου κύστεως και νεφρού : Σκανδιναβική μελέτης κοόρτης

Αναστολείς των συμμεταφορέων γλυκόζης και νατρίου τύπου 2 (SGLT2) και κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ουροδόχου κύστεως και νεφρού : Σκανδιναβική μελέτης κοόρτης

Peter Ueda et al. Sodium – Glucose Cotransporter 2 Inhibitors and Risk of Bladder and Renal Cancer: Scandinavian Cohort Study. Diabetes Care 2022;45(5):e93–e96. doi.org/10.2337/dc21-1917

 

Οι αναστολείς των συμμεταφορέων γλυκόζης και νατρίου τύπου 2 (SGLT2) έχουν ενοχοποιηθεί από πολύ νωρίς όπως φαίνεται τόσο από μετααναλύσεις τυχαιοποιημένων μελετών όσο και από μεμονωμένες αναφορές, ότι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου ουροδόχου κύστεως  και νεφρού.

Στη συγκεκριμένη μελέτη χρησιμοποίηθηκε η βάση δεδομένων του ηλεκτρονικού μητρώου υγείας τριών Σκανδιναβικών χωρών (Σουηδία, Δανία και Νορβηγία) για την περίοδο 04/2013- 12/2018. Συγκεκριμένα πήραν μέρος 89.799 ασθενείς που συμπλήρωσαν την πρώτη τους συνταγή με SGLT2 (59% νταπαγλιφλοζίνη, 40% εμπαγλιφλοζίνη, 0.8% καναγλιφλοζίνη και < 0.1% ερτουγλιφλοζίνη) και 65.200 ασθενείς  που συμπλήρωσαν αντίστοιχα την πρώτη τους συνταγή με αγωνιστές του υποδοχέα του γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου-1 (GLP-1) κατά το χρονικό διάστημα της μελέτης. Κριτήρια αποκλεισμού αποτέλεσαν η συμμετοχή σε προηγούμενη μελέτη όπου συμπεριλάμβανε χορήγηση φαρμάκου, ιστορικό καρκίνου ουροποιητικού, κυστεκτομής, αιμοκάθαρσης ή μεταμόσχευσης νεφρού, νόσος τελικού σταδίου, σοβαρή παγκρεατική νόσος ή νοσηλεία 30 ημέρες πριν τη συμμετοχή στη μελέτη. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν περί τα 62 έτη, 64% ήταν άνδρες και 21-22% έκαναν χρήση ινσουλίνης. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης για την ομάδα των αναστολέων SGLT2  ήταν περί τα 2.3 έτη και για την ομάδα των GLP1 αγωνιστών περί τα 3 έτη αντίστοιχα.

Η μελέτη έδειξε ότι η χρήση αναστολέων SGLT2 σε σύγκριση με τη χρήση αγωνιστών GLP1 δεν σχετίζεται με στατιστικά σημαντική αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου ουροδόχου κύστεως (adjusted HR 0.88, 95% CI 0.59 – 1.31) ή  καρκίνου του νεφρού (adjusted HR 1.09, 95% CI 0.73-1.63).Τα ευρήματα αυτά παρέμειναν σταθερά και σε πρόσθετες αναλύσεις προσαρμοσμένες σε επιπλέον μεταβλητές όπως το κάπνισμα ή η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.Συγκεκριμένα 73 από τους συμμετέχοντες που έπαιρναν για τουλάχιστον ένα χρόνο αναστολείς SGLT2 εμφάνισαν καρκίνο ουροδόχου κύστεως και 64 καρκίνο νεφρού κατά τη διάρκεια μίας μέσης παρακολούθησης περί τα 2.3 έτη με 20% του πληθυσμού να έχει επανακτιμηθεί και μακροπρόθεσμα ( > 3 έτη ) ενώ από την ομάδα που έπαιρνε GLAP1  αγωνιστές 70 συμμετέχοντες παρουσίασαν καρκίνο ουροδόχου κύστεως και 68 νεφρού αντίστοιχα. Τέλος επιπρόσθετες αναλύσεις δεν ανέδειξαν αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης κακοήθειας κύστεως ή νεφρού τόσο τον πρώτο χρόνο από την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς των SGLT2 όσο και μετά από 3-5 χρόνια από την έναρξη της θεραπείας  σε σύγκριση με τους GLP1 αγωνιστές.

Συμπερασματικά, στη συγκεκριμένη μελέτη παρατήρησης σε εθνικό επίπεδο τριών Σκανδιναβικών χωρών η χρήση των αναστολέων SGLT2  δεν φάνηκε να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου ουροδόχου κύστεως ή νεφρού.

 

Επιμέλεια: Αγγελική Μερίτση

 

Top